Όταν ο Καζαντζάκης συναντήθηκε με τον Μπενίτο Μουσολίνι για να του πάρει την περίφημη συνέντευξη, ο Ιταλός δικτάτορας τον ρώτησε: «Λοιπόν, τι θέλετε;», με τον Κρητικό συγγραφέα και δημοσιογράφο να του απαντά «Θέλω μόνο να σας δω, τίποτα άλλο». Στο κείμενό του, επέλεξε να παρουσιάσει τον ηγέτη μέσα από μια οπτική που σχεδόν τον εξυμνούσε, δίνοντας έμφαση στην επιμονή και τη «στρατηγική ευφυΐα» του. Αυτός ο τρόπος παρουσίασης ξενίζει, καθώς αγνοεί ή υποβαθμίζει τις βίαιες και καταπιεστικές πρακτικές του φασισμού, που τότε είχαν ήδη καθιερωθεί στην Ιταλία. «Τρεις είναι σήμερα, θαρρώ, οι ανώτατοι τύποι που έχουν το δικαίωμα να πλάσουν, κατ’ εικόνα τους και ομοίωση τους ανθρώπους: ο Λένιν, ο Γκάντι κι ο Μουσολίνι», είχε γράψει κάποτε. Το 1936 θα αρνείτο να καταδικάσει την εισβολή των φασιστικών ορδών του Μουσολίνι στην Αβησσυνία.
Ορισμένοι κριτικοί θεωρούν πως αυτή η στάση του Καζαντζάκη ίσως και να υποδεικνύει μια ασυνείδητη έλξη προς το αυταρχικό πρότυπο που έβλεπε στον πατέρα του, Καπετάν Μιχάλη, με τον οποίον ο Καζαντζάκης είχε μία βαθιά συγκρουσιακή σχέση. Ο θαυμασμός του για την αταλάντευτη δύναμη και τον μάτσο ανδρισμό που αντιπροσώπευαν φιγούρες όπως ο Μουσολίνι αποτελεί μία σκοτεινή πτυχή της σκέψης του, την οποία δεν παραδέχτηκε ποτέ ξεκάθαρα ο ίδιος.

Η συνάντηση με τον Φράνκο
Η συνάντησή του με τον Φρανθίσκο Φράνκο, τον ηγέτη του φασιστικού καθεστώτος της Ισπανίας, εγείρει ανάλογα ζητήματα. Τότε, ο Φράνκο είχε ήδη εδραιώσει το καθεστώς του με μαζικές εκκαθαρίσεις και εκτελέσεις αντιφρονούντων. Παρ'όλα αυτά, όπως και με τον «Ντούτσε», τον αντιμετώπισε μέσα από μια οπτική κατανόησης του «φαινομένου» του φασισμού. Αυτή η επιμονή του Καζαντζάκη να διερευνήσει τη λογική πίσω από την αυταρχικότητα, χωρίς ξεκάθαρη αντίσταση ή αποκήρυξη της καταπίεσης που εκείνοι ασκούσαν, προκαλεί βαθιά ηθικά και πολιτικά ερωτήματα. Αν και ο ίδιος δεν ασπάστηκε ποτέ την ιδεολογία τους, η απόφασή του να συνδιαλεχθεί μαζί τους δίχως δημόσια αντίδραση για τα εγκλήματά τους εγείρει ανησυχία για την ηθική στάση του συγγραφέα έναντι τέτοιων απολυταρχικών δυνάμεων.
Οι επαφές του Καζαντζάκη με τον Μουσολίνι και τον Φράνκο δεν τον κάνουν φασίστα, αλλά παρουσιάζουν έναν άνθρωπο σε διαρκή εσωτερική αναζήτηση, ο οποίος ήταν διατεθειμένος να πλησιάσει κάθε είδους ιδεολογία για να αντλήσει συμπεράσματα. Αυτή η στάση του, ωστόσο, τον φέρνει επικίνδυνα κοντά σε μια ένοχη ανοχή, σε μια σιωπηρή αποδοχή της βίας ως μέσου επιβολής.
Καζαντζάκης και αριστερά
Η ιστορία, πάντως, κρίνει τον Καζαντζάκη όχι ως υποστηρικτή του φασισμού, αλλά ως έναν στοχαστή που δεν δίσταζε να διερευνήσει όλες τις όψεις της ανθρώπινης φύσης, ακόμη και τις σκοτεινές. Έδειξε μια σαφή αριστερή στροφή και δεν δίστασε να εκφράσει την υποστήριξή του στις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες. Το 1924, ο Καζαντζάκης έγινε ηγέτης μιας κομμουνιστικής οργάνωσης που αποτελούνταν από δυσαρεστημένους πρόσφυγες και παλαιμάχους της Μικρασιατικής Εκστρατείας, γεγονός που προκάλεσε την προσοχή των αρχών. Συνελήφθη το 1925 στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά αφέθηκε ελεύθερος μετά από 24 ώρες.
Η εμπλοκή του με το κομμουνιστικό κίνημα συνεχίστηκε. Το 1927, προσκλήθηκε από τη σοβιετική κυβέρνηση και ταξίδεψε στη Μόσχα για να παραστεί στις εκδηλώσεις για τη δεκαετία από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Εκεί, συνάντησε τον Παναΐτ Ιστράτι, Ελληνορουμάνο αριστερό λογοτέχνη, με τον οποίο ανέπτυξε μια ισχυρή φιλία και συνεργασία.

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές ήταν η κοινή του εμφάνιση με τον Ιστράτι στο θέατρο «Αλάμπρα» στην Αθήνα, όπου μίλησαν ανοικτά για τα επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης και τις προοπτικές του σοσιαλισμού. Μετά την ομιλία, ακολούθησε διαδήλωση υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης, πράξη που θεωρήθηκε προκλητική για το καθεστώς της εποχής. Ο Καζαντζάκης και ο Δημήτρης Γληνός, ο οποίος είχε συνδιοργανώσει την εκδήλωση, αντιμετώπισαν διώξεις από τις αρχές.

Ο φόβος και η υποταγή στον πατέρα του
Ο Καπετάν Μιχάλης ήταν ένας κλασικός Κρητικός της εποχής του, με δυναμικό χαρακτήρα και ακλόνητη πίστη στην αντίσταση ενάντια στην τουρκική κατοχή. Ήταν ένας αυστηρός και αλύγιστος άντρας, ένας τύπος «αγωνιστή» που έβλεπε την ελευθερία ως υπέρτατη αξία, αδιαφορώντας για τον προσωπικό πόνο ή την υποταγή σε οποιαδήποτε εξουσία. Ήταν, επίσης, αυταρχικός και απαιτητικός ως οικογενειάρχης, μεταφέροντας την αυστηρότητά του στη σχέση με τον γιο του, από τον οποίο απαιτούσε να του μιλά στον πληθυντικό. Δεν ήταν μόνο ο ίδιος που βίωνε τη βία ως μέσο αντιμετώπισης των προβλημάτων, αλλά απαιτούσε και από τον γιο του να ενστερνιστεί αυτή τη σκληρότητα, τόσο απέναντι στον εαυτό του όσο και απέναντι στους άλλους.
Ο Καζαντζάκης μεγάλωσε με έναν έντονο φόβο απέναντι στον πατέρα του, έναν φόβο που συχνά τον οδήγησε σε συναισθήματα βαθιάς υποταγής και, ταυτόχρονα, αμφισβήτησης. Όπως έχει αναφερθεί, ο συγγραφέας μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου η επιβίωση και ο αγώνας για την ελευθερία ήταν βασικές αξίες, όμως ο πατέρας του συχνά εφάρμοζε σκληρές μεθόδους για να εμφυσήσει αυτές τις αρχές στον γιο του.

Ο Νίκος περιγράφει τον πατέρα του ως μια αδάμαστη φιγούρα, σχεδόν τρομακτική, η οποία κυριαρχούσε στον κόσμο του με τρόπο που τον καθόρισε. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης αργότερα θα παραδεχόταν πως ο φόβος του για τον πατέρα του διαμόρφωσε την αντίληψή του για την εξουσία και την ανάγκη για ελευθερία από κάθε είδους δεσμά, φυσικά και ψυχολογικά.
Εν τούτοις, αυτή η εμμονή με την ελευθερία ήταν ταυτόχρονα και μία ψυχολογική αλυσίδα που έπρεπε να σπάσει ο Καζαντζάκης, για να βρει τη δική του ταυτότητα, ανεξάρτητη από το αυστηρό πρότυπο του πατέρα του. Στο έργο του Ο Καπετάν Μιχάλης, η λογοτεχνική απεικόνιση του πατέρα του ως ομώνυμου ήρωα συμβολίζει αυτή την αδιάλειπτη μάχη για ελευθερία, καθώς και τον αγώνα που δίνει κάθε άνθρωπος για να ξεπεράσει τα δεσμά του παρελθόντος.

Οι γυναίκες της ζωής του
Η πρώτη γυναίκα που σημάδεψε τη ζωή του ήταν η Γαλάτεια Αλεξίου, η οποία υπήρξε η πρώτη του σύζυγος και το πρώτο ουσιαστικό γυναικείο πρόσωπο με το οποίο συνδέθηκε στενά. Η Γαλάτεια, που ήταν επίσης συγγραφέας και διανοούμενη, μοιραζόταν μαζί του το πάθος για τη λογοτεχνία και την αναζήτηση. Παρ'όλα αυτά, η σχέση τους ήταν γεμάτη εντάσεις και συγκρούσεις, καθώς ο Καζαντζάκης ήταν απορροφημένος από τις ιδέες του και την αποστολή του στον κόσμο, ενώ η Γαλάτεια ζητούσε μια πιο σταθερή και συναισθηματική επαφή. Το 1924, όντας ακόμη παντρεμένος, γνωρίζει και ερωτεύεται την Ελένη Σαμίου και δύο χρόνια αργότεραεκδίδεται το διαζύγιό του.

Η Ελένη Σαμίου έγινε η δεύτερη και τελευταία σύζυγός του (μετά από μία 20ετή σχέση). Η Ελένη ήταν μια αφοσιωμένη και δυναμική γυναίκα, η οποία υπήρξε ο πυλώνας του στα πιο δύσκολα χρόνια και η οποία δέχθηκε τον ιδιαίτερο και πολυδιάστατο χαρακτήρα του με απόλυτη αφοσίωση. Εκείνη υπήρξε η προστάτιδα του έργου του, κρατώντας σημειώσεις και αλληλογραφία, ενώ ο ίδιος προσέφερε έναν ασυνήθιστο σεβασμό και εκτίμηση προς το πρόσωπό της. Παρά την ψυχρότητα που συχνά υπήρχε στη σχέση τους, καθώς λέγεται ότι δεν υπήρχε σεξουαλική επαφή ανάμεσά τους και της απευθυνόταν στον πληθυντικό, η Ελένη παρέμεινε δίπλα του μέχρι το τέλος, αναλαμβάνοντας μετά το θάνατό του να διασφαλίσει την κληρονομιά του.
Η σχέση του Καζαντζάκη με τις γυναίκες αποκαλύπτει μια συνεχή αμφιταλάντευση μεταξύ θαυμασμού και υπεροψίας. Αν και έτρεφε βαθύ σεβασμό για την πνευματική και συναισθηματική δύναμη που μπορεί να έχει μια γυναίκα, συχνά τις έβλεπε υπό το πρίσμα των δικών του φιλοσοφικών ιδεών, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για την ανθρώπινη διάσταση και τα συναισθήματά τους. Για τον Καζαντζάκη, η γυναίκα φάνταζε περισσότερο ως ένα σύμβολο, μια υπερβατική ιδέα, και λιγότερο ως ένας αυτόνομος και ισότιμος σύντροφος.

Οι γυναικείες μορφές που συνάντησε, συνδέθηκε και απογοήτευσε, άφησαν ανεξίτηλα σημάδια και στο έργο του. Ο Καζαντζάκης δημιούργησε ηρωίδες που αντικατοπτρίζουν αυτή την πολυπλοκότητα και την αμφιθυμία: δυναμικές, μυστηριώδεις και ταυτόχρονα τραγικές. Ο ίδιος έβλεπε στη γυναίκα τη δυνατότητα να είναι σύντροφος στον αγώνα για την ανύψωση του πνεύματος, αλλά και έναν παράγοντα πειρασμού, που μπορούσε να αποπροσανατολίσει από το μονοπάτι της ανώτερης πνευματικής αναζήτησης.
Η σχέση του Καζαντζάκη με τις γυναίκες μπορεί να ειδωθεί ως μια μικρογραφία της σύγκρουσης που τον χαρακτήριζε γενικά: μια ατέρμονη πάλη ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και την πνευματική του αποστολή, μια παλινδρόμηση μεταξύ γήινης απόλαυσης και ιδεολογικής ανύψωσης.
